-
1 επικαμπύλα
-
2 ἐπικαμπύλα
-
3 κᾶλον
κᾶλον, τό,A wood,κᾶλον ἐν ἱαρῷ πεφυκός Berl.Sitzb.1927.157
([place name] Cyrene); elsewh. only in pl. κᾶλα, = ξύλα, logs, for burning, κάγκανα κ. h.Merc. 112; παλαίθετα κ. Call.Fr. 66c; τὰ κ. καὶ τοὺς ἄνθρακας Ion Trag.29; also, timber for joiner's work, ἐπικαμπύλα κ. Hes.Op. 427; esp. of ships, ποττὰ κᾶλα ( κάλα cod.) Ar.Lys. 1253; ἔρρει τὰ κᾶλα the ships are lost ( καλά codd.), X.HG1.1.23, Plu.Alc.28. ( κᾶλον and κῆλον (q.v.) perh. fr. Κᾱϝελος, cf. καίω.)
См. также в других словарях:
ἐπικαμπύλα — ἐπικαμπύλος crooked neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλον — κᾱλον, τὸ (Α) 1. επιγρ. ξύλο, στέλεχος, δενδρύλλιο, βλαστός 2. στον πληθ. τὰ κᾱλα α) ξύλα για κάψιμο β) ξύλινα στελέχη για την κατασκευή αψίδων τροχού άμαξας («ἐπικαμπύλα κᾱλα», Ησίοδ.) γ) τα πλοία («ἔρρει τὰ κᾱλα» καταστράφηκαν τα πλοία, Ξεν).… … Dictionary of Greek